Η πρόταση του ΔΝΤ για το χρέος και η αθέατη πλευρά του φεγγαριού

Του Παναγιώτη Γκλαβίνη*

Κυκλοφόρησε χθες η είδηση από το πρακτορείο Bloomberg πως το ΔΝΤ σχεδιάζει να προτείνει ένα κατ’ ουσίαν moratorium πληρωμών της Ελλάδος προς τους Ευρωπαίους εταίρους μας και τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς, που θα φτάνει μέχρι το 2040. Από ’κει και πέρα, η εξόφληση των χρεών μας προς τα άλλη κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, τα οποία μας δάνεισαν τον Μάιο του 2010, προς το EFSF, που μας δάνεισε για να υλοποιήσουμε το 2ο Μνημόνιο, και προς τον ESM, που μας δανείζει για να υλοποιήσουμε το 3ο Μνημόνιο, προτείνεται να μετατεθεί για το 2080, με χαμηλότερο πλην σταθερό επιτόκιο, που θα τρέχει μεν, πλην όμως δεν θα πληρώνεται στην εικοσιπενταετία.

Η πρόταση αυτή είναι εντυπωσιακά και απρόσμενα καλή, εις τρόπον ώστε εύλογα να διερωτάται κανείς αν είναι αληθινή!

Πολύ δύσκολα θα φανταζόμουν, μετά την υποβολή μιας τέτοιας πρότασης από έναν παγκόσμιο οργανισμό, όπως το ΔΝΤ, και την αποδοχή της πρότασης αυτής από μια πλούσια περιοχή του κόσμου, όπως η Ευρωζώνη, στην οποία γενικώς χρωστάει ο μισός πλανήτης, γιατί πολλές φτωχές και υπερχρεωμένες χώρες δεν θα ζητούσαν από τους Ευρωπαίους να εφαρμοστεί και στα δικά τους δάνεια ένα τέτοιο moratorium, όταν αποδεδειγμένα οι χώρες αυτές βρίσκονται σε πολύ χειρότερη θέση από τη δική μας.

Θεωρώ αδιανόητο έναν οργανισμό όπως το ΔΝΤ, το οποίο μέχρι πρόσφατα, στην επιστολή που έστειλε η κυρία Lagarde στους Ευρωπαίους υπουργούς των οικονομικών, επικαλούνταν την αρχή της ίσης μεταχείρισης των κρατών μελών του, ιδίως των ελάχιστα αναπτυγμένων και υπερχρεωμένων, να υποβάλλει μια τέτοια πρόταση για μια αναπτυγμένη χώρα όπως εμείς, χωρίς κατ’ ελάχιστον η πρόταση αυτή να συνοδεύεται από κάτι άλλο, που ν’ αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τον λεγόμενο «ηθικό κίνδυνο» (moral hazard).

Αν είναι αληθινή η πρόταση του ΔΝΤ, αποκαλύπτει την μια μόνο πλευρά του φεγγαριού. Η άλλη πλευρά έχει πόνο, αίμα και δάκρυα.

Διότι, αδυνατώ να πιστέψω ότι αυτή τη φορά η Ελλάδα θα βγει από την αίθουσα του Eurogroup με λίγους παραπάνω φόρους στην πλάτη, μερικές επιπλέον ιδιωτικοποιήσεις στο μέλλον, άντε και καμιά μείωση μισθών και συντάξεων το 2017, έναντι ενός εικοσιπενταετούς moratorium αποπληρωμής του χρέους της προς τους Ευρωπαίους εταίρους της, περιλαμβανομένων χωρών φτωχότερων από την ίδια.

Ποιο μπορεί να είναι, λοιπόν, το τίμημα μας τόσο γενναιόδωρης πρότασης; Ποια είναι η αθέατη πλευρά της;

Μήπως η αυξημένη και διαρκής εποπτεία, που επισήμανε η κυρία Lagarde στην επιστολή της;

Θα είναι σίγουρα και αυτή. Πλην όμως, όχι μόνον αυτή. Το άλλο που μας έρχεται στο νου είναι ο κίνδυνος η πρόταση αυτή αφενός μεν να έχει σχεδιασθεί με τους Ευρωπαίους εταίρους μας, αφετέρου δε να έχει ως παραδοχή την έξοδο της Ελλάδος από το Ευρώ (και όχι μόνον). Ο κίνδυνος, με άλλα λόγια, να είναι στην ουσία μια πρόταση δραχμής (και όχι μόνον).

Η εικοσιπενταετία φαίνεται πολύς χρόνος, πλην όμως δεν είναι, αν σκεφτεί κανείς τον χρόνο που χρειάστηκαν οι χώρες υπό μετάβαση για να μετασχηματισθούν σε οικονομίες ελεύθερων και ανοικτών αγορών. Άλλωστε, είναι πολλοί εκείθεν του Ατλαντικού (και όχι μόνον) που θεωρούν την Ελλάδα ένα failed state. Η δε προτεινόμενη αναστολή πληρωμών, μπορεί στην πραγματικότητα να κάνει την ανάγκη φιλοτιμία, διότι, αν πάμε στη δραχμή, είναι βέβαιο πως δεν θα μπορούμε να πληρώνουμε κανονικά τους Ευρωπαίους εταίρους μας. Θα προτιμήσουμε να εξοφλούμε τους ιδιώτες ομολογιούχους μας, διότι μόνο με τον τρόπο αυτό θα προσδοκούμε να ξαναβγούμε μια μέρα στις αγορές.

Ό,τι γυαλίζει, λοιπόν, δεν είναι χρυσάφι κι ας έχουν γνώσιν οι φύλακες…

Σε πέντε διαφορετικές φάσεις από το 2012 μέχρι σήμερα, ήτοι τον Φλεβάρη του 2012, τον Νοέμβρη του 2012, τον Φλεβάρη του 2015, τον Ιούλιο του 2015 και τελευταία στο Eurogroup της 9 Μαΐου 2016, οι Ευρωπαίοι εταίροι μας δεσμεύτηκαν τόσο απέναντί μας, όσο και απέναντι στο ΔΝΤ, ότι θα μας στηρίξουν περαιτέρω, αν εμείς τηρούμε τις υποχρεώσεις μας απέναντί τους, αλλά δεν καταφέρουμε κάποια στιγμή να ανταποκριθούμε στις αποπληρωμές των δανείων μας.

Με λίγα λόγια μάς είπαν: κάντε εσείς τη δουλειά σας κι εδώ είμαστ’ εμείς.

Σ’ αυτό το πλαίσιο και πρέπει να μείνουμε.

Εντός δηλαδή της Ευρωζώνης.

* Ο κ. Γκλαβίνης είναι αν. καθηγητής Διεθνούς Οικονομικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ.

 

Πηγή