Τα προτάγματα του Διεθνούς Δικαίου, ως απάντηση στις εμπρηστικές δηλώσεις του Ταγίπ Ερντογάν

Γράφει ο Παούνης Νικόλαος

Την προηγούμενη εβδομάδα ο Πρόεδρος της Τουρκίας Recep Tayyip Erdoğan, έθεσε το ζήτημα της Συνθήκης της Λωζάννης, και της “αδικίας” η οποία διαπράχθηκε κατά της σύγχρονης Τουρκίας, απόρροια των διατάξεων της Σύμβασης.

Η συγκεκριμένη δήλωση αφορά πολλούς αποδέκτες, αφενός στο εσωτερικό της μεταπραξικοπηματικής Τουρκίας (ισλαμιστική μάζα, Κεμαλικούς), αφετέρου διεθνείς δρώντες ώστε να ληφθούν υπόψιν οι τουρκικές «ανησυχίες» στην υπό διαμόρφωση κατάσταση στη Συρία (ήδη οι T.S.K. στο πλαίσιο της Fırat Kalkanı Harekâtı, τη 40η ημέρα των επιχειρήσεων, κατέχουν περισσότερο από 4.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα), στην περιοχή της Μοσούλης αλλά και στο Κυπριακό, το οποίο ειρήσθω εν παρόδω βρίσκεται σε εξαιρετικά κρίσιμη φάση.

Υποχρέωση ως προς την Εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου.

Στο σύγχρονο πεδίο των διεθνών σχέσεων, ο Πραγματισμός (ως διάδοχη «σκέψη» του Νατουραλισμού και του Θετικισμού), θεωρείται η κυρίαρχη προσέγγιση για τις ερμηνείες των διατάξεων του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου. Ο Πραγματισμός αποσκοπούσε στο να μετασχηματίσει το δίπολο, κρατική βούληση και κώδικας ηθικών αξιών, σε σύστημα Δικαίου.[1] Παρά την εκ νέου φαινομενική αποτυχία του Δ.Δ.Δ. να διασφαλίσει τα κεκτημένα των μικρότερων χωρών τούτο δεν ισχύει.

Για παράδειγμα, στο Κοσσυφοπέδιο παρά την «αντισυμβατική» με τους Κανόνες του Δ.Δ.Δ. επέμβαση, οι Νατοϊκές χώρες επικαλέσθηκαν πληθώρα πολιτικών, νομικών και ηθικών επιχειρημάτων, καθώς επίσης και μεταπολεμικών διατάξεων κατοχύρωσης των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Υπενθυμίζεται η επίκληση της σιωπηρής συναίνεσης του Συμβουλίου Ασφαλείας, καθώς επίσης και η απόρριψη του γιουγκοσλαβικού αιτήματος για λήψη προσωρινών μέτρων κατά της Συμμαχίας, από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, εξαιτίας της αναρμοδιότητας (prima facie), να εκδικάσει την υπόθεση.[2] Το ίδιο Δικαστήριο στο πλαίσιο εφαρμογής της Νομικής Ισότητας, εξέδωσε καταδικαστική απόφαση κατά της Ελλάδας (καίτοι εν προκειμένω, η χώρας μας αποτελούσε τον ισχυρό παίκτη), για την παραβίαση του Άρθρου 11 παρ.1 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, μετά από την αντίστοιχη προσφυγή της Π.Γ.Δ.Μ. Δηλαδή το Δ.Δ.Δ ισχύει και εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις, ανεξαρτήτως διαφόρων παραμέτρων.

Η Συνθήκη της Λωζάννης: Εφαρμογή και Παραβιάσεις.

Το καθεστώς του Αιγαίο, συνδιαμορφώνουν διμερείς και διεθνείς Συνθήκες και Συμβάσεις. Κύριες Συνθήκες θεωρούνται η Συνθήκη της Λωζάννης (1923), η Συνθήκη ειρήνης των Παρισίων, η οποία ρύθμιζε τη διάδοχη κατάσταση στα Δωδεκάνησα (1947 ως συνέχεια του ιταλοτουρκικού Πρωτοκόλλου του 1932), ως εκ τούτου κρίσιμης σημασίας θεωρούνται και οι ερμηνείες της Συνθήκης της Βιέννης του 1969 (περί διαδοχής Συνθηκών), και η Συνθήκη της Βιέννης περί διαδοχής Κρατών (1978),[3] καθώς επίσης σειρά έτερων συμβάσεων όπως του Montreux (1936), η Συνθήκη της Γενεύης του 1958 περί κατοχυρώσεως Υφαλοκρηπίδας, η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982[4] κ.α.

Ασφαλώς και υφίσταται η δυνατότητα «τερματισμού» μιας Συμβάσεως, κυρίως όταν επισημανθεί παράβαση ουσιώδους διατάξεως η οποία εξυπηρετεί την υλοποίηση του αντικειμενικού σκοπού της Συνθήκης. Επίσης στο Άρθρο 53 της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών, αναφέρεται ως αιτία «λύσεως» μιας Συνθήκης, η περίπτωση κατά την οποία το περιεχόμενο της, έρχεται σε αντίθεση με Κανόνες Αναγκαστικού Δικαίου Jus Cogens. Ωστόσο διατυπώνονται εξαιρέσεις κατά την περίπτωση όπου μια Σύμβαση καθόρισε μεθοριακή γραμμή.

Η Συνθήκη της Λωζάννης είναι μια Διεθνής Νομική Σύμβαση, η οποία «παρήγαγε» και διαμόρφωσε συγκεκριμένο Status Quo για 93 έτη.[5] Η Σύμβαση εξαιτίας της διευθέτησης ενός συνόλου εδαφικών διαφορών, μειονοτικών ζητημάτων και πληθυσμιακών ανακατατάξεων, δημιούργησε objective regimε[6], κατά συνέπεια δεν επιδέχεται μονομερή αμφισβήτηση-παρέκκλιση, ακόμη και αν υφίσταται αλλαγή στις βασικές προϋποθέσεις που αποτέλεσαν τη βάση συνάψεως, σύμφωνα με την ρήτρα “Rebus sic stantibus”. Αν ωστόσο η Τουρκία επιθυμεί να προβεί σε μονομερή αλλαγή του εδαφικού καθεστώτος δια της χρήσεως βίας (π.χ. conquisitio), ούτε και τούτο δύναται να νομιμοποιηθεί (ex injuria jus non oritur), διότι το Δ.Δ.Δ. προβλέπει ανακατανομή εδάφους «μόνο με ειρηνικά μέσα». Τυχόν παρέκκλιση του Άρθρου 2 παρ.4 του Κ.Χ. του Ο.Η.Ε. ισοδυναμεί με αδικοπραξία.

Επιπροσθέτως δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ο γενικός Κανόνας-Υποχρέωση, περί τήρησης των Συμφωνιών «pacta sunt servanda».[7]

Από συνάψεως της Συνθήκης της Λωζάννης, η Τουρκία προβαίνει σε συνεχείς παραβιάσεις συγκεκριμένων διατάξεων (δικαιώματα ελληνικής μειονότητας, πράξεις αμφισβήτησης ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο κτλ). Η Ελλάδα παραβαίνει την υποχρέωση να μην διατηρεί δυνάμεις σε νησιά του ανατολικού Αιγαίου (οχυρωματικά έργα, ναυτικές βάσεις κ.ο.κ.), ωστόσο δικαιολογεί την εν λόγω παράβαση, επικαλούμενη τις Διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, ήτοι το Άρθρο 51 «περί νόμιμης άμυνας».

Η ανάγκη «αυτοάμυνας» προέκυψε κατόπιν της τουρκικής επίθεσης στην Κύπρο (1974), και τη συγκρότηση του σχηματισμού «Στρατιά του Αιγαίου» (Ege Ordusu), η οποία διατάσσεται απολύτως επιθετικά προς τα συγκεκριμένα νησιά, αλλά και της προτεραιότητα χρήσης επιθετικών μέσων (αποβατικά σκάφη). Από το καθεστώς μη στρατικοποίησης εξαιρείται η Λήμνος, η οποία εντάσσεται στις διατάξεις της Σύμβασης του Montreux.

*Ο Νικόλαος Παούνης είναι Bαλκανιολόγος, Διεθνολόγος M.Sc.

[1] Μαγκλιβεράς Κ. Αντωνόπουλος Κ: Το Δίκαιο της Διεθνούς Κοινωνίας. Εκδόσεις Νομικής Βιβλιοθήκης. 2014.

[2] Ιστορική και κριτική προσέγγιση της ανθρωπιστικής επέμβασης. Περιπτωσιολογία, νομικά & θεωρητικά ζητήματα. Το Κοσσυφοπέδιο. Εκδόσεις Ινφογνώμων. 2016.

[3] Α. Γιόκαρης, Λ.-Α. Σισιλιάνος , Φ. Παζαρτζή Μ. Γαβουνέλη Γ. Κυριακόπουλος: Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο. Εκδόσεις Νομικής Βιβλιοθήκης. 2012. Σελ.98-115.

[4] Ιωάννου Κρ. Στρατή Α: Το Δίκαιο της Θάλασσας. Εκδόσεις Νομικής Βιβλιοθήκης. 2013.

[5] Νικολάου Χαράλαμπος: Διεθνείς Πολιτικές και Στρατιωτικές Συνθήκες-Συμφωνίες και Συμβάσεις. Στρατηγικές Εκδόσεις. 1996. Σελ.306-313.

[6] Carlos Fernandez de Casadevante Romani: Objective Regime. Oxford Public International Law. [7] Cassese Antonio: Διεθνές Δίκαιο. Εκδόσεις Gutenberg. 2012.

Πηγή