Εμείς οι Έλληνες

Της Νίκης Πλάτωνος

Η κυρία μπαίνει φουριόζα. Κοιτάει με βλέμμα αδηφάγο ζερβόδεξα, πετάει εκνευρισμένα ένα μπλουζάκι σε ένα σωρό, η στοίβα γέρνει επικίνδυνα…, πατάει πάνω σε ένα άλλο σωρό ρούχα και προχωράει στη επόμενη σειρά με κρεμάστρες. Σαν να μη τρέχει τίποτα! Είναι αυτή η ίδια που στο σπίτι της κυνηγάει ανελέητα εκείνον το δύστυχο, το «Ζαχαρία», για τα παπούτσια που δεν έβγαλε και θα της χαλάσει το παρκέ,  την κοπέλα που καθαρίζει, για το ελάχιστο ίχνος σκόνης, τα παιδιά της για τα ψίχουλα που έπεσαν κάτω απ' το τραπέζι.

 

Εμείς οι Έλληνες

Στα μαγαζιά της Αθήνας…

Της Νίκης Πλάτωνος

Η κυρία μπαίνει φουριόζα. Κοιτάει με βλέμμα αδηφάγο ζερβόδεξα, πετάει εκνευρισμένα ένα μπλουζάκι σε ένα σωρό, η στοίβα γέρνει επικίνδυνα…, πατάει πάνω σε ένα άλλο σωρό ρούχα και προχωράει στη επόμενη σειρά με κρεμάστρες. Σαν να μη τρέχει τίποτα! Είναι αυτή η ίδια που στο σπίτι της κυνηγάει ανελέητα εκείνον το δύστυχο, το «Ζαχαρία», για τα παπούτσια που δεν έβγαλε και θα της χαλάσει το παρκέ,  την κοπέλα που καθαρίζει, για το ελάχιστο ίχνος σκόνης, τα παιδιά της για τα ψίχουλα που έπεσαν κάτω απ' το τραπέζι.

Το θέλει «και καλό και φθηνό» και βρίζει τις υπαλλήλους που ανέχονται την αγένειά της. Βρίζει την υπάλληλο που μαζεύει τα ρούχα, δεν βρίσκει άλλη φούστα, γιατί μια όμοιά της κάπου αλλού την πέταξε. Τελικά αποχωρεί διαμαρτυρόμενη και φυσικά «ανικανοποίητη» για να επανέλθει την επόμενη φορά που θα έχει νεύρα και «δεν την παίρνει» να ξεσπάσει στην Αναγνωστοπούλου.

Ένα τσίρκο απόλυτης αυθαιρεσίας, με απίθανα σκηνικά  σύγχρονης ελληνικότητας με πρωταγωνιστές τη σπρωξιά και την αδιαφορία απέναντι  στον άλλον που περιμένει έξω απ' το δοκιμαστήριο, μέχρι να συνεννοηθεί η άλλη με το φίλο της στο κινητό!

Εγώ όμως λατρεύω τα μαγαζιά της Αθήνας, ακόμα και σήμερα, ύστερα από τόσα χρόνια απουσίας και με τις τόσες αλλαγές.  Κάποτε παρόμοια σκηνικά δεν μου κινούσαν την προσοχή, περνούσαν απαρατήρητα, τώρα γιατί με πειράζει και το παραμικρό; Γιατί καμιά φορά νοιώθω ότι εγώ δεν είμαι από δω, εγώ δεν είμαι όπως οι άλλοι!

Γιατί, φαίνεται πως κι εγώ «η πολιτισμένη» έπρεπε να μάθω, τελικά, από τους «πάντες μη Έλληνες βάρβαρους», όπως τους αποκαλούσα, στη δεύτερη πατρίδα μου.  

Κοιτάζω τις υπαλλήλους που υπομένουν καθημερινά, χωρίς να απαντούν ποτέ στις προσβολές και μαζεύουν με καρτερικότητα  ξανά και ξανά τόνους από ρούχα,  τόνους από τα απωθημένα, τη συναισθηματική μιζέρια και τον φιλοτομαρισμό των «αξιότιμων» πελατών τους.

Το κορίτσι τελειώνει τη βάρδιά του, λαγοκοιμάται στο τρένο, απέναντί μου, τα έχει δει όλα. Αύριο, θα ξεκινήσει για άλλη μια οκτάωρη, θλιβερή επανάληψη. Και μέσα στο μικρόκοσμο του ύπνου της, θα προσπαθεί απελπισμένα να ανακαλύψει ένα καλύτερο κόσμο, με πιο καλό γούστο και καλοσύνη, και τότε θα χαμογελάσει στο όνειρό της, για όσο αυτό κρατήσει. Μέχρι τη Πλατεία Αττικής, που θα κατέβει.