Μιλά σήμερα ένας από τους κορυφαίους σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς για τη σημερινή Ελληνική κοινωνία

Συνέντευξη στον Αποστόλη Ζώη

«Δυστυχώς όμως οι πολιτικοί και όσοι χρηματοδοτούν τα πολιτιστικά προϊόντα, αξιολογούν ως κύρια πιάτα την οικονομία, την εσωτερική και εξωτερική πολιτική, τις επενδύσεις, και κρατάνε για τον πολιτισμό μια χρήση που ισούται με επιδόρπιο. Αυτό έχει το κακό να αφήνουμε συνήθως το επιδόρπιο αφάγωτο, ή μισοφαγωμένο, και να περιοριζόμαστε σε «ένα καφεδάκι». Αυτά επισημαίνει σήμερα, ένας από τους κορυφαίους σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς, παραχωρώντας συνέντευξη.

 

Ο Πέτρος Μάρκαρης κατέχει με τα αστυνομικά του μία από τις πρώτες θέσεις στις καρδιές των γερμανών αναγνωστών. Η τελευταία του επιτυχία, ο «βασικός μέτοχος» κυκλοφόρησε τον περασμένο Μάρτιο  στα γερμανικά. O "βασικός μέτοχος» αποτελεί ένα από τα πιο επιτυχημένα βιβλία της περασμένης χρονιάς στην Ελλάδα.
Στα έργα του Μάρκαρη δεν περνά μόνο η σύγχρονη Ελλάδα μέσα από τα μυθιστορήματα του. Η κάθε φορά ιστορία  δένεται με πολλές αναφορές στο παρελθόν, τον εμφύλιο και την ακροδεξιά. Ο Πέτρος Μάρκαρης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1937. Εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1965 με το θεατρικό έργο Η ιστορία του Αλή Ρέτζο. Ασχολήθηκε με τη συγγραφή θεατρικών έργων, κινηματογραφικών σεναρίων και τηλεοπτικών σειρών, καθώς και με μεταφράσεις λογοτεχνικών και θεατρικών έργων. Τα προηγούμενα μυθιστορήματά του -Νυχτερινό δελτίο, Άμυνα ζωής, ο Τσε αυτοκτόνησε- έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορούν με μεγάλη επιτυχία στη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία, την Τουρκία, την Αγγλία, τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες χώρες. Μετέφρασε και σχολίασε και τα δύο μέρη του Φάουστ του Γκαίτε. Επίσης έχει γράψει πολλά σενάρια για τον κινηματογράφο και συνεργάστηκε συχνά με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Στη Γερμανία ανήκει στους πλέον γνωστούς Έλληνες συγγραφείς. Ο ίδιος σήμερα δεν παραλείπει να τονίσει, αναφερόμενος στη σύγχρονη Ελλάδα και τα παρακάτω:

«Το μεγάλο ποιοτικό έλλειμμα, για το οποίο μίλησα παραπάνω, είναι πάνω απ'όλα ένα έλλειμμα παιδείας».

Η συνέντευξη

Ο πολιτισμός έχετε γράψει είναι ένα κύριο πιάτο που συνήθως οι πολιτικοί και πολλοί από αυτούς, οι οποίοι το χρηματοδοτούν, τον αντιλαμβάνονται ως επιδόρπιο… Τι ακριβώς εννοείτε πιο αναλυτικά;

«Καμιά χώρα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την ουσιαστική αφομοίωση του πολιτισμού της και τη διαρκή ενασχόληση της με αυτόν. Ιδιαίτερα, χώρες μικρές, αλλά με μεγάλο πολιτισμό όπως είναι η Ελλάδα, θα πρέπει να βλέπουν τον πολιτισμό τους, όχι μόνο σαν είδος προβολής, ή εθνικής υπερηφάνειας, αλλά σαν ένα «εξαγώγιμο» προϊόν μεγάλης αξίας. Δυστυχώς όμως οι πολιτικοί και όσοι χρηματοδοτούν τα πολιτιστικά προϊόντα, αξιολογούν ως κύρια πιάτα την οικονομία, την εσωτερική και εξωτερική πολιτική, τις επενδύσεις, και κρατάνε για τον πολιτισμό μια χρήση που ισούται με επιδόρπιο. Αυτό έχει το κακό να αφήνουμε συνήθως το επιδόρπιο αφάγωτο, ή μισοφαγωμένο, και να περιοριζόμαστε σε «ένα καφεδάκι».

Το ζήτημα για σας κ. Μάρκαρη είναι εάν θα πρέπει να πιάσουμε, να αφήσουμε, να ξεκαθαρίσουμε εάν αυτό τον πολιτισμό, τον αντιλαμβανόμαστε ως κύριο πιάτο ή ως επιδόρπιο; Τι χωράει στο ένα και τι στο άλλο;

«Το κύριο πιάτο είναι πάντοτε το μεγάλο πιάτο. Το επιδόρπιο είναι ένα μικρό πιάτο, έστω και αν, ποιοτικά, είναι δείγμα υψηλής ζαχαροπλαστικής. Το τι κρατάμε, τι πετάμε και τι προβάλλουμε από τον πολιτισμό μας εξαρτάται, κατά ένα μεγάλο ποσοστό, απ'αυτή την κατάταξη. Αν θεωρήσουμε τον πολιτισμό μας κύριο πιάτο, τότε σ'αυτόν χωράνε πολύ περισσότερα, απ'ότι θα χωρούσαν, αν τον κατατάσσαμε στα επιδόρπια. Για να είμαι ακριβής, οι μόνες ευρωπαϊκές χώρες που αντιλήφθηκαν τον πολιτισμό τους σαν κύριο πιάτο, είναι η Αυστρία και η Γαλλία».

Πολιτική στην Ελλάδα είναι μόνο κόμματα και βολέματα; Μόνο υποσχέσεις, για τα ίδια πράγματα εδώ και αρκετές δεκαετίες; Και ο πνευματικός κόσμος, οι ενεργοί πολίτες πού βρίσκονται;

«Υπάρχει τα τελευταία χρόνια ένα είδος αποστροφής από την πολιτική. Συνήθως αυτήν την φορτώνουμε στους νέους, αλλά η διαπίστωση είναι γενικότερη. Εξίσου μακριά από την πολιτική κρατιούνται και πολλοί διανοούμενοι, συγγραφείς ή καλλιτέχνες. Πιστεύουν ότι η πολιτική βρωμάει και ότι, αν την αγγίξουν θα λερωθούν. Ένα μεγάλο μέρος αυτής της στάσης οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι η πολιτική σε παγκόσμιο επίπεδο έπαψε να προσφέρει καινούργιες ιδέες, να θέτει ερωτήματα, να ενεργοποιεί δημιουργικές συγκρούσεις, γενικά να εμπνέει. Η πολιτική έχει γίνει μικρής εμβέλειας και μονότονη, και η μονοτονία, ως γνωστόν, δεν εμπνέει κανένα».

Ζούμε σε μια χώρα, σε μια κοινωνία που έχει για αξίες όχι τη μόρφωση, την εργασία, τη συλλογικότητα, την ανάπτυξη της φαντασίας, και την πνευματικότητα, αλλά την κάθε τρόπο και θυσία αναρρίχηση. Την επίδειξη έστω και με δανεικά. Την ψευτιά που κατασκευάζει η αθλιότητα των περισσότερων Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης… Πού θα πάει αυτή η κατάσταση; Τι θα γίνει με τις επόμενες γενιές; Υπάρχει φως στο τούνελ;

«Όλες οι χώρες που, όπως η Ελλάδα, έχουν μια μακρόχρονη παράδοση αγώνων για δημοκρατία και πολιτικές ελευθερίες, περνούν συνήθως από δυο φάσεις, που θα μπορούσαμε να τις ονομάσουμε «ποσοτική» και «ποιοτική». Η Ελλάδα ολοκλήρωσε την «ποσοτική» φάση, δηλαδή τη θεσμική θωράκιση των δημοκρατίας και των πολιτικών ελευθεριών της, την πρώτη δεκαετία της μεταπολίτευσης. Δυσκολεύεται όμως να κάνει το επόμενο βήμα, να κατακτήσει την  «ποιοτική» φάση. Πολιτικά κόμματα, κρατικές οργανώσεις, ΜΜΕ, διανόηση, ακόμα και οι φοιτητικές οργανώσεις πάσχουν από αυτή τη δημοκρατία χαμηλής ποιότητας που μας περιβάλλει, και ως προς αυτό είναι θύματα και θύτες ταυτόχρονα».

Ποια είναι η ευθύνη της εκάστοτε εξουσίας απέναντι στους νέους ανθρώπους, στις νέες ιδέες τους και στο μέλλον που ονειρεύονται;

«Το επίπεδο της παιδείας, της μόρφωσης και της εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες: από τον παιδικό σταθμό και το νηπιαγωγείο ως τις μεταπτυχιακές σπουδές. Το μεγάλο ποιοτικό έλλειμμα, για το οποίο μίλησα παραπάνω, είναι πάνω απ'όλα ένα έλλειμμα παιδείας».