Μιλά σήμερα ο  καθηγητής της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ κ. Γιάννης Μυλόπουλος- Ο ίδιος δηλώνει πως θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε με τους φυσικούς κινδύνους –  Δεν παραλείπει να τονίσει πως «βλέπεις μια Ελλάδα να υφίσταται ήδη τις συνέπειες μιας οικονομικής ανάπτυξης που υλοποιήθηκε ερήμην των δυνατοτήτων της χώρας»

Συνέντευξη στον Αποστόλη Ζώη

«Ό,τι ακριβώς σκοτώνουμε σήμερα, πρέπει να γίνει το επίκεντρο του ενδιαφέροντος στο μέλλον.  Έχουμε ανάγκη από μια νέα πολιτική, που να αντιμετωπίζει τη φύση ως δημόσιο αγαθό και να συνδέει την προστασία και την αναβάθμισή της με το στόχο της εξυπηρέτησης του δημόσιου συμφέροντος. Χρειαζόμαστε μια νέα πολιτική, που να συνδέει την προστασία του περιβάλλοντος με το όραμα της ισότιμης πρόσβασης στα αγαθά της φύσης. Που να απομονώνει και να τιμωρεί όσους οικειοποιούνται τα δημόσια αγαθά, πλουτίζοντας σε βάρος των πολλών». Αυτά αναφέρει σήμερα   ο  καθηγητής της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ κ. Γιάννης Μυλόπουλος αναφερόμενος στην επόμενη μέρα για το κλίμα και τις αλλαγές που σημειώνονται πλέον σε μεγάλη έκταση με σαφείς αρνητικές επιδράσεις στην καθημερινότητα. Ο κ. Γιάννης Μυλόπουλος, πήρε το δίπλωμα του Πολιτικού Μηχανικού από το Αριστοτέλειο Παν/μιο Θεσ/νίκης, το 1982 και.διδακτορικό δίπλωμα από το Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ, το 1987, ενώ πραγματοποίησε τη μεταδιδακτορική έρευνα στη Σχολή Περιβαλλοντικών Σπουδών στο Παν/μιο του York, στο Τορόντο του Καναδά.

Η συνέντευξη

Οι τεράστιες και εκτός ελέγχου κλιματικές αλλαγές που μας οδηγούν; Θα πρέπει να συνηθίσουμε να ζούμε με αυτές τις αλλαγές;

«Στη νέα εποχή της κλιματικής αλλαγής, πρέπει να μάθουμε να ζούμε με τους φυσικούς κινδύνους. Τους καύσωνες, τις πλημμύρες, τη λειψυδρία, τις πυρκαγιές. Που στο μέλλον θα έρχονται όλο και πιο συχνά. Πρέπει να μάθουμε να ζούμε μαζί τους, όπως ακριβώς μάθαμε, μετά από αιώνες, να συνυπάρχουμε με τους σεισμούς. Η κλιματική αλλαγή λοιπόν, χρειάζεται μια μείζονα πολιτική αλλαγή. Το μέλλον μας ως χώρας, πρέπει να συνδεθεί στενά με τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα, με τη φυσική μας κληρονομιά. Που είναι το φυσικό περιβάλλον, τα οικοσυστήματα, τα νερά, οι ακτές και τα δάση. Ό,τι ακριβώς σκοτώνουμε σήμερα, πρέπει να γίνει το επίκεντρο του ενδιαφέροντος στο μέλλον.  Έχουμε ανάγκη από μια νέα πολιτική, που να αντιμετωπίζει τη φύση ως δημόσιο αγαθό και να συνδέει την προστασία και την αναβάθμισή της με το στόχο της εξυπηρέτησης του δημόσιου συμφέροντος. Χρειαζόμαστε μια νέα πολιτική, που να συνδέει την προστασία του περιβάλλοντος με το όραμα της ισότιμης πρόσβασης στα αγαθά της φύσης. Που να απομονώνει και να τιμωρεί όσους οικειοποιούνται τα δημόσια αγαθά, πλουτίζοντας σε βάρος των πολλών. Χρειαζόμαστε μια νέα πολιτική, που να στηρίζεται στην πρόληψη και τον έγκαιρο σχεδιασμό. Που χωρίς κομματικές προκαταλήψεις και πελατειακές αγκυλώσεις, να μπορεί να εγγυηθεί την αποτελεσματικότητα του κράτους».

Πιο αναλυτικά…δηλαδή τι μας περιμένει;

«Η γη θερμαίνεται. Η μέση θερμοκρασία του πλανήτη αυξήθηκε κατά 0,60C στη διάρκεια του περασμένου αιώνα. Για την Ευρώπη η αύξηση αυτή ήταν της τάξης του 10C, ενώ στον αρκτικό κύκλο έφτασε τους 4-50C. Δεν είναι η πρώτη φορά στην ιστορία της γης που το κλίμα αλλάζει. Είναι όμως η πρώτη φορά που αυτό συμβαίνει με ευθύνη του ανθρώπου. Κι αυτό έχει τη δική του σημασία τόσο για την ένταση και την ταχύτητα που συμβαίνουν οι κλιματικές αλλαγές, όσο και για τις ευθύνες που μας βαραίνουν για την αποκατάσταση της βλάβης που έχουμε προκαλέσει. Η απορρύθμιση του κλίματος στη δική μας περιοχή της Μεσογείου, αναμένεται να προκαλέσει ένταση των ακραίων φαινομένων. Οι θερμοί και άνυδροι χειμώνες θα διαδέχονται συχνότερα στο εξής περιόδους θερινού καύσωνα, ενώ συχνότερα θα εμφανίζονται και εναλλαγές περιόδων ξηρασίας και πλημμύρας. Οι επιπτώσεις στα ήδη ευαίσθητα ελληνικά οικοσυστήματα θα είναι καθοριστικές. Τα δάση, για την ακρίβεια όσα έχουν απομείνει και όσα θα γλυτώσουν από τη συντονισμένη επιδρομή που υφίστανται από τη σημερινή κυβέρνηση, θα υποστούν στο άμεσο μέλλον τις επιπτώσεις και των καλοκαιρινών πυρκαγιών. Τα ήδη διαταραγμένα υδατικά ισοζύγια σε αγροτικές και αστικές περιοχές θα διαταραχθούν ακόμη περισσότερο και τα φαινόμενα της λειψυδρίας στο εξής θα αποτελούν συνήθη πραγματικότητα. Το νερό θα αποτελέσει στο μέλλον τον πλέον κρίσιμο και καθοριστικό παράγοντα για την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή. Μας περιμένουν δύσκολα χρόνια. Κληρονομήσαμε μια πλούσια και όμορφη Ελλάδα και κινδυνεύουμε να παραδώσουμε στα παιδιά μας μια… έρημο Σαχάρα! Αν δεν συνειδητοποιήσουμε τη σοβαρότητα της κατάστασης και δεν αλλάξουμε, τα δύσκολα χρόνια θα γίνουν εφιαλτικά»..

Πώς βλέπετε την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας; Υπάρχει μέλλον για τις επόμενες γενεές;

« Πώς τη βλέπω; Η ελληνική ύπαιθρος εγκαταλείπεται. Τα νερά έχουν εξαντληθεί και ρυπανθεί, τα εδάφη τείνουν να ερημοποιηθούν, οι υγρότοποι και τα φυσικά οικοσυστήματα έχουν υποβαθμιστεί και όσα από τα δάση έχουν γλυτώσει μέχρι τώρα, αναμένεται να οικοπεδοποιηθούν με την προτεινόμενη από την κυβέρνηση αναθεώρηση του άρθρου 24. Οι άλλοτε καθαρές θάλασσες, δέχονται επί χρόνια τα απόβλητα όχι μόνον της χώρας, αλλά και των βορείων γειτόνων από τη FYROM και τη Βουλγαρία. Τεράστιες ξενοδοχειακές μονάδες και πολυτελείς επαύλεις έχουν καταλάβει τις ωραιότερες ακτές. Τα νησιά κι οι παραλίες βουλιάζουν από τις επιπτώσεις απίστευτων κυκλοφοριακών φόρτων και αφόρητης ατμοσφαιρικής, οπτικής και ακουστικής ρύπανσης. Οι Έλληνες αγρότες, στην καλύτερή τους ηλικία, ζουν στα καφενεία και συντηρούνται από τις επιδοτήσεις. Ευτυχώς, δε χρειάζεται πια να παράγουν. Η αγροτική μας παραγωγή δεν είναι ανταγωνιστική στις διεθνείς αγορές και το 2012 αργεί ακόμη…Οι βιομηχανίες κλείνουν η μια μετά την άλλη, αφήνοντας χιλιάδες ανέργους. Αφού αυτό που παράγουν εδώ, μπορούν να το παράγουν και αλλού και μάλιστα σε πολύ μικρότερο κόστος… Όπου κι αν κοιτάξεις, βλέπεις μια Ελλάδα να υφίσταται ήδη τις συνέπειες μιας οικονομικής ανάπτυξης που υλοποιήθηκε ερήμην των δυνατοτήτων της χώρας. Μιας ανάπτυξης που ούτε στηρίχθηκε στα συγκριτικά της πλεονεκτήματα, ούτε όμως και υπήρξε ποτέ συμβατή με τη φέρουσα ικανότητα των περιβαλλοντικών συστημάτων. Τα οποία κάτω από την πίεση μιας ανάπτυξης που δεν ήταν βιώσιμη, υποβαθμίστηκαν και σήμερα καταρρέουν. Με αποτέλεσμα η ελληνική γη να μη μπορεί να γεννήσει πλέον πλούτο. Η Ελλάδα, κάθε μέρα που περνά φτωχαίνει…».

Τι πρέπει να κάνουμε για να αποφύγουμε τον εφιάλτη;

«Στο ερώτημα τι πρέπει να κάνουμε για να αποφύγουμε τον εφιάλτη, οι απαντήσεις κινούνται σε δύο κατευθύνσεις. Η πρώτη, αφορά στην υποχρέωσή μας να συμβάλουμε από κοινού με τη διεθνή κοινότητα, στην αντιμετώπιση του φαινομένου του θερμοκηπίου. Η μείωση της εξάρτησης της χώρας από το πετρέλαιο, το λιγνίτη και το φυσικό αέριο, (εποχή κι αυτή που βρήκαμε να υπογράψουμε τη συμφωνία με τους Ρώσους…) και η στροφή αντίστοιχα προς στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, που υπάρχουν ούτως ή άλλως σε αφθονία σε μια χώρα με πολύ ήλιο, ανέμους, κύματα και γεωθερμικά πεδία, καθώς και η εφαρμογή πολιτικών για την εξοικονόμηση της ενέργειας, είναι οι πρώτες προτεραιότητες μιας τέτοιας προσπάθειας. Η εφαρμογή του πρωτοκόλλου του Κιότο, ακόμη και χωρίς τον πρόεδρο Μπους, αποτελεί την τελευταία ελπίδα για την αναστροφή της απειλής. Παράλληλα όμως με την αυτονόητη εκτέλεση των διεθνών υποχρεώσεών μας, υπάρχουν μια σειρά από πρωτοβουλίες που εμείς εδώ στην Ελλάδα θα πρέπει επιπλέον να αναλάβουμε, για να αντιμετωπίσουμε όσο είναι ακόμη καιρός την περιβαλλοντική, οικονομική και κοινωνική υποβάθμιση της χώρας.  Πρέπει να αλλάξουμε πορεία και να σχεδιάσουμε μια ανάπτυξη στην κατεύθυνση των αρχών της αειφορίας. Μια ανάπτυξη δηλαδή που θα είναι βιώσιμη, γιατί θα στηρίζεται πιο στέρεα στα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα και στις δυνατότητες της ελληνικής γης. Να κάνουμε δηλαδή τη μεγάλη στροφή προς μια «πράσινη» οικονομία, προκειμένου η υπόθεση της προστασίας και της αναβάθμισης του περιβάλλοντος να μη σημαίνει πια μόνο κόστος, αλλά αντίθετα, να μπορεί να φέρνει κέρδη, καθώς και νέες θέσεις απασχόλησης».