Του Γιώργου Ηλιάδη

Λέγεται πως προϋπόθεση της αθανασίας είναι ο θάνατος. Και εσύ, Τάσσο, έπρεπε να πεθάνεις για να γίνεις αθάνατος. Γιατί αθάνατος θα παραμείνεις στη μνήμη, όχι μόνο όλων όσων σε γνώρισαν, αλλά και στην ιστορική μνήμη εκείνων που σε έζησαν, σε είδαν ή άκουσαν για τη μακρά και κυρίως ξεχωριστή διαδρομή σου. Ακόμα κι αν δεν καταγραφόταν η συμμετοχή σου στον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ ακόμα κι αν δεν αξιωνόσουν από ένα Μακάριο να υπουργοποιηθείς και να ξεχωρίσεις σε ηλικία που άλλοι λογίζονται έφηβοι, ακόμα κι αν δεν καταξιωνόσουν ως βουλευτής, Πρόεδρος της Βουλής, Συνομιλητής, Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ακόμα κι αν δεν λογαριάζονταν όλα όσα έπραξες σε μισό αιώνα αγωνιστικής προσφοράς, αθάνατος θα παρέμενες και καταξιωμένος, μιας και η Ιστορία θα σε κατέτασσε στους ξεχωριστούς της για μια σου και μόνο πράξη: που τόλμησες να πεις ΟΧΙ, να σώσεις τον τόπο μας και να περισώσεις την αξιοπρέπεια του έθνους μας, την ώρα που όλα τα ΄σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε το βόλεμα και η σύγχυση.

 

 Την ώρα που είχες εναντίον σου τους πάντες, το σύμπαν ολόκληρο, να σε φάνε. Τότε έγινες βουνό πανύψηλο, βράχος ασάλευτος στις απειλές, στους εκφοβισμούς, απτόητος μπροστά στον κίνδυνο και τον θάνατο. Όπως συμβαίνει με όλους τους μεγάλους, δημιούργησες κι εσύ φανατικούς εχθρούς. Γι΄ αυτούς δεν ήσουν παρά ο κυνικός, ο ψυχρός κι απόκοσμος, ο ακατάδεκτος άνθρωπος και πολιτικός. Πόσο λανθασμένα σε κρίνανε αυτοί που δεν σε ήξεραν, αυτοί που δεν ήθελαν να σε γνωρίσουν. Σαράντα και πλέον χρόνια αδιάλειπτης φιλίας μου δίνουν το δικαίωμα να πω πως ούτε κυνικός, ούτε ψυχρός, ούτε ακατάδεκτος υπήρξες. Αντίθετα, ήσουν άνθρωπος γεμάτος συναισθήματα, συνεσταλμένος και ευαίσθητος. Ήσουν, πάνω απ΄ όλα, ανθρώπινος. Αν και αδύνατος και σχεδόν μικροκαμωμένος, ήσουν λέων. Είχες κάτι το δυνατό, το αποφασιστικό. Μέσα στο αδύνατο μικροκαμωμένο σου σώμα κρυβόταν μια ψυχή ανδρεία, με πολλή δύναμη και νεύρο ψυχής. Ακόμα κι όταν θύμωνες, το έκανες υπερασπιζόμενος κάτι ανώτερο και όχι τον εαυτό σου. Και μιλούσες τότε, όχι κυριευμένος από το πάθος της οργής, αλλά με πόνο ψυχής. Θυσιάζουν για το πιστεύω σου, για την αγάπη στον άνθρωπο. Απεχθανόσουν την διπλοπροσωπία, την χαμέρπεια και την ασυνειδησία. Τιμούσες και σεβόσουν όσους είχαν ιδανικά, φιλοτιμία και πνεύμα θυσίας. Δεν υπήρξες ποτέ μικρός στη ζωή σου, Βρούτος δεν υπήρξες αν και γνώρισες Βρούτους. Σαράντα και πλέον χρόνια αδιατάρακτης και ασυννέφιαστης φιλίας – κι ας μου επιτραπεί η περιαυτολογία – μου δίνουν το δικαίωμα να πω πως πεθαίνοντας, δεν αφήνεις στους φίλους σου μόνο το κενό – αφήνεις και ένα ξεχείλισμα περηφάνιας και ξεχείλισμα αναμνήσεων – αναμνήσεων ανθρωπιάς και αξιοπρέπειας. Πόσα και πόσα δεν περάσαμε μαζί Τάσσο… Χαρές, πίκρες, κινδύνους, απογοητεύσεις, ήττες, νίκες… Μεθαύριο, όταν το φέρετρο σου θα βρίσκεται στην εκκλησία, απάνω του θα ακουμπά η αξιοπρέπεια. Ανθρώπινη και εθνική. Στο φέρετρο σου θα ακουμπά η σωτηρία και η ύπαρξη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Θα ακουμπά η Κύπρος. Στο φέρετρο σου θα ακουμπά το ήθος και η ψυχική ευγένεια. Η φιλία στην ωραιότερη και πληρέστερη της έκφραση. Ο Θεός σε προίκισε με πολλά χαρίσματα. Κι εσύ τα απέδωσες πολλαπλά. Λέγεται πως προϋπόθεση της αθανασίας είναι ο θάνατος. Κι εσύ Τάσσο, έπρεπε να πεθάνεις για να γίνεις αθάνατος. Αθάνατη και αιωνία η τίμια μνήμη σου, φίλε μου καλέ μου, φίλε μου ακριβέ μου.