Σε γενικές γραμμές, η ιστορία περισσότερο παρά η οικονομική θεωρία, μοιάζει να προσφέρει έναν οδηγό για την ερμηνεία ακραία αιφνίδιων και εγγενώς απρόβλεπτων συμβάντων. Σχεδόν όλες οι σύγχρονες αναφορές σε αυτήν την αναλογία της ύφεσης, λαμβάνουν ως σημείο αναφοράς το έτος 1929. Όμως, δύο εντελώς διαφορετικές παθολογίες ήταν εμφανείς στη Μεγάλη Ύφεση. Η κάθε μία προϋπέθετε διαφορετική διάγνωση και διαφορετική θεραπεία.
Η πρώτη και πλέον διάσημη παθολογία ήταν το χρηματιστηριακό κραχ του Οκτωβρίου 1929 στις ΗΠΑ. Καμία άλλη χώρα δεν είχε την εμπειρία ενός χρηματιστηριακού πανικού αυτής της εμβέλειας, κυρίως διότι καμία άλλη χώρα δεν είχε ζήσει τη φρενήρη άνοδο των τιμών των μετοχών που βύθισε μεγάλο αριθμό Αμερικανών, από πολύ διαφορετικά στρώματα, στη δίνη της κερδοσκοπίας.
Η δεύτερη παθολογία απέβη καθοριστική στη μεταμόρφωση μίας σοβαρής κρίσης στη Μεγάλη Ύφεση. Μία αλυσίδα επεισοδίων τραπεζικού πανικού εκδηλώθηκε στην Κεντρική Ευρώπη το καλοκαίρι του 1931 και ο «ιός» μεταδόθηκε στη Βρετανία, μετά στις ΗΠΑ και τη Γαλλία και τέλος σε ολόκληρο τον κόσμο.
Ο πανικός του 1929 κυριάρχησε σε όλες ης αναλύσεις της ύφεσης για δύο μάλλον περίεργους λόγους. Κατά πρώτον, κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να εξηγήσει με πειστικότητα την κατάρρευση της αγοράς τον Οκτώβριο του 1929 με βάση μία ορθολογιστική αιτία, με τους παράγοντες και τους συμμετέχοντες στην αγορά να αντιδρούν σε ένα συγκεκριμένο γεγονός. Κατά συνέπεια, το κραχ αποτελεί ένα νοητικό παζλ. Ορισμένοι καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι απλώς οι αγορές είναι παράλογες. Άλλοι αγωνίζονται να παρουσιάσουν περίπλοκα μοντέλα, σύμφωνα με τα οποία οι επενδυτές ίσως να είχαν μπορέσει να προβλέψουν την ύφεση, ή να μετρήσουν τις πιθανότητες των προστατευτικών αντιδράσεων από άλλες χώρες στον αμερικανικό νόμο που αύξησε τους δασμούς σε μεγάλο αριθμό εισαγόμενων προϊόντων.
Ο δεύτερος λόγος που ακαδημαϊκοί και πολιτικοί σχολιαστές αρέσκονται να σχολιάζουν το 1929 είναι ότι πρόσφερα ένα ξεκάθαρο κίνητρο για τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων. Οι οπαδοί του Κέινς έχουν μπορέσει να δείξουν ότι τα δημοσιονομικά κίνητρα μπορούν να σταθεροποιήσουν τις προσδοκίες των αγορών και να προσφέρουν με αυτόν τον τρόπο ένα συνολικό πλαίσιο εμπιστοσύνης. Από την πλευρά τους οι μονεταριστές έχουν μία εναλλακτική αλλά παράλληλη ιστορία για το πώς η σταθερή νομισματική ανάπτυξη αποτρέπει τις ριζικές αναταράξεις.
Το κραχ του 1929 δεν είχε προφανή αιτία, αλλά δύο πολύ πιθανές λύσεις. Στην ευρωπαϊκή τραπεζική καταστροφή του 1931 συνέβη ακριβώς το αντίστροφο. Οι καταρρεύσεις των τραπεζών ήταν το αποτέλεσμα χρηματοοικονομικής αδυναμίας σε χώρες όπου η εφαρμογή κακής πολιτικής προκάλεσε υπερπληθωρισμό, ο οποίος με τι σειρά του κατέστρεψε τους ισολογισμούς των τραπεζών. Η εγγενής τους ευπάθεια δημιούργησε πρόσφορο έδαφος για τη μεγάλη έκθεση τους στα πολιτικά σοκ και η διαμάχη για μία κεντρο-ευρωπαϊκή τελωνειακή ένωση και τις πολεμικές αποζημιώσεις ήταν αρκετή για να αναποδογυρίσει έναν πύργο από τραπουλόχαρτα…
Η αποκατάσταση όμως της ζημιάς ήταν δύσκολη. Αντίθετα με το 1929, δεν υπήρχαν προφανείς μακροοικονομικές απαντήσεις στη χρηματοοικονομική καταστροφή. Κάποιοι διάσημοι μακροοικονομολόγοι, όπως ο Λάρι Σάμερς, ο σημερινός οικονομικός «ιθύνων νους» της κυβέρνησης Ομπάμα, έχουν επιχειρήσει να υποβαθμίσουν τον ρόλο της αστάθειας στον χρηματοοικονομικό τομέα ως προς την πρόκληση περιόδων ύφεσης. Οι απαντήσεις, εφόσον υπάρχουν, βρίσκονται στο αργό και βασανιστικό νοικοκύρεμα των ισολογισμών. Αλλά και στη μικροοικονομική αναδιάρθρωση, η οποία δεν είναι δυνατόν να επιβληθεί άνωθεν από έναν παντοδύναμο σχεδιαστή, αλλά απαιτεί από μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων και ιδιωτών να αλλάξουν νοοτροπία και συμπεριφορά. Η βελτίωση των συστημάτων ελέγχου και εποπτείας, αν και καλή ιδέα, είναι πιο κατάλληλη για την αποτροπή μελλοντικών κρίσεων, από την αντιμετώπιση των επιπτώσεων μίας καταστροφής που έχει ήδη συμβεί.
Η κατάρρευση της Lehman Brothers τον Σεπτέμβριο του 2008 θύμιζε επεισόδιο από το 1931, έχοντας πολλά κοινά με τον κόσμο της οικονομίας της ύφεσης. Οι καταρρεύσεις αυστριακών και γερμανικών τραπεζών δεν θα είχαν παρασύρει ολόκληρο τον κόσμο από την κρίση στην ύφεση αν οι χώρες αυτές είχαν απλώς απομονωθεί ή οι οικονομίες τους ήταν αυτάρκεις. Είχαν, όμως, οικοδομήσει τις οικονομίες τους σε δανεικό χρήμα – κυρίως από την Αμερική – στο δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1920. Αυτή η εξάρτηση είναι ανάλογη του τρόπου με τον οποίο τα χρήματα από αναδυόμενες οικονομίες συνέρευσαν στις ΗΠΑ στη δεκαετία του 2000, όταν ένα εμφανές οικονομικό θαύμα στηρίχθηκε στη διάθεση της Κίνας να δανείσει. Οι καταρρεύσεις τραπεζών του 1931 και του Σεπτεμβρίου 2008, κλόνισαν την εμπιστοσύνη του διεθνούς επενδυτή: Τότε οι ΗΠΑ, τώρα η Κίνα.
Αμφότερα τα μαθήματα – αρχικά με τη βραδύτητα και τη δυσκολία της ανασυγκρότησης των τραπεζών και την εξάρτηση από έναν μεγάλο εξωτερικό προμηθευτή κεφαλαίων – δεν είναι ευχάριστα. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, ήταν πολύ ευκολότερο να επαναλαμβάνει κάποιος το καθησυχαστικό «τροπάριο» ότι η παγκόσμια κοινότητα είχε συνολικά μάθει το μάθημα του κι ότι οι κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο το απέδειξαν αυτό περίτρανα το 1987 και το 2001.
Οι κυβερνήσεις αναμφίβολα αξίζουν επαίνους για τη σταθεροποίηση των προσδοκιών και κατά συνέπεια την αποτροπή της επιδείνωσης των κρίσεων. Είναι όμως παραπλανητικό όταν οι αξιωματούχοι εξαγγέλλουν απλές, αν όχι απλοϊκές, προτάσεις στη βάση της ελπίδας ότι μπορούμε να αποφύγουμε μία μακρά περίοδο δύσκολων οικονομικών προσαρμογών.
Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στη εφημερίδα «Κέρδος» στις 24/5/2009