James Harold, Καθηγητής Ιστορίας και Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον
Όποτε γίνονται συζη­τήσεις για τη σοβούσα οικονομι­κή κρίση, σχεδόν κάθε φορά υπάρχει και μία αναφορά στη Μεγάλη Ύφεση. Στην τελευταία του έκθεση το ΔΝΤ εξετάζει την αναλογία αυτή χωρίς περιστροφές, όχι μόνο με όρους κατάρρευσης της χρη­ματοοικονομικής εμπιστοσύνης αλλά και της ραγδαίας κάμψης του διε­θνούς εμπορίου και της βιομηχανι­κής δραστηριότητας.

Σε γενικές γραμ­μές, η ιστορία περισσότερο παρά η οικονομική θεωρία, μοιάζει να προ­σφέρει έναν οδηγό για την ερμηνεία ακραία αιφνίδιων και εγγενώς απρόβλεπτων συμβάντων. Σχεδόν όλες οι σύγχρονες αναφορές σε αυτήν την αναλογία της ύφεσης, λαμβάνουν ως σημείο αναφοράς το έτος 1929. Όμως, δύο εντελώς διαφορετικές παθολογίες ήταν εμφανείς στη Μεγά­λη Ύφεση. Η κάθε μία προϋπέθετε διαφορετική διάγνωση και διαφορετι­κή θεραπεία.

Η πρώτη και πλέον διάσημη παθο­λογία ήταν το χρηματιστηριακό κραχ του Οκτωβρίου 1929 στις ΗΠΑ. Κα­μία άλλη χώρα δεν είχε την εμπειρία ενός χρηματιστηριακού πανικού αυ­τής της εμβέλειας, κυρίως διότι καμία άλλη χώρα δεν είχε ζήσει τη φρενήρη άνοδο των τιμών των μετοχών που βύθισε μεγάλο αριθμό Αμερικανών, από πολύ διαφορετικά στρώματα, στη δίνη της κερδοσκοπίας.

Η δεύτερη παθολογία απέβη καθο­ριστική στη μεταμόρφωση μίας σοβα­ρής κρίσης στη Μεγάλη Ύφεση. Μία αλυσίδα επεισοδίων τραπεζικού πανι­κού εκδηλώθηκε στην Κεντρική Ευ­ρώπη το καλοκαίρι του 1931 και ο «ιός» μεταδόθηκε στη Βρετανία, μετά στις ΗΠΑ και τη Γαλλία και τέλος σε ολόκληρο τον κόσμο.

Ο πανικός του 1929 κυριάρχησε σε όλες ης αναλύσεις της ύφεσης για δύο μάλλον περίεργους λόγους. Κατά πρώτον, κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να εξηγήσει με πειστικότητα την κατάρ­ρευση της αγοράς τον Οκτώβριο του 1929 με βάση μία ορθολογιστική αι­τία, με τους παράγοντες και τους συμ­μετέχοντες στην αγορά να αντιδρούν σε ένα συγκεκριμένο γεγονός. Κατά συνέπεια, το κραχ αποτελεί ένα νοητι­κό παζλ. Ορισμένοι καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι απλώς οι αγορές εί­ναι παράλογες. Άλλοι αγωνίζονται να παρουσιάσουν περίπλοκα μοντέλα, σύμφωνα με τα οποία οι επενδυτές ίσως να είχαν μπορέσει να προβλέψουν την ύφεση, ή να μετρήσουν τις πιθανότητες των προστατευτικών αντιδρά­σεων από άλλες χώρες στον αμερικα­νικό νόμο που αύξησε τους δασμούς σε μεγάλο αριθμό εισαγόμενων προϊ­όντων.

Ο δεύτερος λόγος που ακαδημαϊκοί και πολιτικοί σχολιαστές αρέσκονται να σχολιάζουν το 1929 είναι ότι πρό­σφερα ένα ξεκάθαρο κίνητρο για τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων. Οι οπαδοί του Κέινς έχουν μπορέσει να δείξουν ότι τα δημοσιονομικά κίνη­τρα μπορούν να σταθεροποιήσουν τις προσδοκίες των αγορών και να προ­σφέρουν με αυτόν τον τρόπο ένα συ­νολικό πλαίσιο εμπιστοσύνης. Από την πλευρά τους οι μονεταριστές έχουν μία εναλλακτική αλλά παράλλη­λη ιστορία για το πώς η σταθερή νο­μισματική ανάπτυξη αποτρέπει τις ρι­ζικές αναταράξεις.

Το κραχ του 1929 δεν είχε προφα­νή αιτία, αλλά δύο πολύ πιθανές λύσεις. Στην ευρωπαϊκή τραπεζική κατα­στροφή του 1931 συνέβη ακριβώς το αντίστροφο. Οι καταρρεύσεις των τραπεζών ήταν το αποτέλεσμα χρημα­τοοικονομικής αδυναμίας σε χώρες όπου η εφαρμογή κακής πολιτικής προκάλεσε υπερπληθωρισμό, ο οποίος με τι σειρά του κατέστρεψε τους ισολογισμούς των τραπεζών. Η εγγενής τους ευπάθεια δημιούργησε πρόσφορο έδαφος για τη μεγάλη έκ­θεση τους στα πολιτικά σοκ και η δια­μάχη για μία κεντρο-ευρωπαϊκή τελωνειακή ένωση και τις πολεμικές αποζημιώσεις ήταν αρκετή για να αναποδογυρίσει έναν πύργο από τραπουλό­χαρτα…

Η αποκατάσταση όμως της ζημιάς ήταν δύσκολη. Αντίθετα με το 1929, δεν υπήρχαν προφανείς μακροοικο­νομικές απαντήσεις στη χρηματοοικο­νομική καταστροφή. Κάποιοι διάσημοι μακροοικονομολόγοι, όπως ο Λάρι Σάμερς, ο σημερινός οικονομι­κός «ιθύνων νους» της κυβέρνησης Ομπάμα, έχουν επιχειρήσει να υπο­βαθμίσουν τον ρόλο της αστάθειας στον χρηματοοικονομικό τομέα ως προς την πρόκληση περιόδων ύφε­σης. Οι απαντήσεις, εφόσον υπάρ­χουν, βρίσκονται στο αργό και βασα­νιστικό νοικοκύρεμα των ισολογι­σμών. Αλλά και στη μικροοικονομική αναδιάρθρωση, η οποία δεν είναι δυ­νατόν να επιβληθεί άνωθεν από έναν παντοδύναμο σχεδιαστή, αλλά απαιτεί από μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων και ιδιωτών να αλλάξουν νοοτροπία και συμπεριφορά. Η βελτίωση των συ­στημάτων ελέγχου και εποπτείας, αν και καλή ιδέα, είναι πιο κατάλληλη για την αποτροπή μελλοντικών κρίσε­ων, από την αντιμετώπιση των επι­πτώσεων μίας καταστροφής που έχει ήδη συμβεί.

Η κατάρρευση της Lehman Brothers τον Σεπτέμβριο του 2008 θύμιζε επεισόδιο από το 1931, έχο­ντας πολλά κοινά με τον κόσμο της οικονομίας της ύφεσης. Οι καταρρεύ­σεις αυστριακών και γερμανικών τρα­πεζών δεν θα είχαν παρασύρει ολό­κληρο τον κόσμο από την κρίση στην ύφεση αν οι χώρες αυτές είχαν απλώς απομονωθεί ή οι οικονομίες τους ήταν αυτάρκεις. Είχαν, όμως, οι­κοδομήσει τις οικονομίες τους σε δα­νεικό χρήμα – κυρίως από την Αμερι­κή – στο δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1920. Αυτή η εξάρτηση είναι ανάλογη του τρόπου με τον οποίο τα χρήματα από αναδυόμενες οικονομίες συνέρευσαν στις ΗΠΑ στη δεκαετία του 2000, όταν ένα εμφανές οικονο­μικό θαύμα στηρίχθηκε στη διάθεση της Κίνας να δανείσει. Οι καταρρεύ­σεις τραπεζών του 1931 και του Σε­πτεμβρίου 2008, κλόνισαν την εμπι­στοσύνη του διεθνούς επενδυτή: Τότε οι ΗΠΑ, τώρα η Κίνα.

Αμφότερα τα μαθήματα – αρχικά με τη βραδύτητα και τη δυσκολία της ανασυγκρότησης των τραπεζών και την εξάρτηση από έναν μεγάλο εξωτε­ρικό προμηθευτή κεφαλαίων – δεν εί­ναι ευχάριστα. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, ήταν πολύ ευκολότερο να επαναλαμβάνει κάποιος το καθησυ­χαστικό «τροπάριο» ότι η παγκόσμια κοινότητα είχε συνολικά μάθει το μά­θημα του κι ότι οι κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο το απέδειξαν αυτό πε­ρίτρανα το 1987 και το 2001.

Οι κυβερνήσεις αναμφίβολα αξί­ζουν επαίνους για τη σταθεροποίηση των προσδοκιών και κατά συνέπεια την αποτροπή της επιδείνωσης των κρίσεων. Είναι όμως παραπλανητικό όταν οι αξιωματούχοι εξαγγέλλουν απλές, αν όχι απλοϊκές, προτάσεις στη βάση της ελπίδας ότι μπορούμε να αποφύγουμε μία μακρά περίοδο δύσκολων οικονομικών προσαρμο­γών.

Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στη εφημερίδα «Κέρδος» στις 24/5/2009