Γράφει ο Γιώργος Καπόπουλος

Για μία δεκαετία η Ιρλανδία ήταν η εξαίρεση, η χώρα που απέρριψε τη Συνθήκη της Νίκαιας και της Λισαβόνας σε δημοψηφίσματα για να τις εγκρίνει οριακά σε δεύτερη ψηφοφορία υπό την πίεση της απομόνωσης στην Ε.Ε. Η χώρα ζούσε την αντίφαση ενός ιδιόμορφου ευρωπαϊσμού, που στόχευε στην πλήρη απεξάρτηση από την επιρροή της Βρετανίας και ο οποίος δεν αποδεχόταν υπαρκτούς και ανύπαρκτους κινδύνους συρρίκνωσης της εθνικής κυριαρχίας.

Σήμερα, το σκηνικό είναι εντελώς διαφορετικό τόσο στη χώρα όσο και στην Ευρωζώνη και στην Ε.Ε.:

Το Δημοσιονομικό Σύμφωνο, που θα υποβληθεί σε δημοψήφισμα το Μάιο ή τον Ιούνιο, δεν είναι συγκρίσιμο ούτε με τη Συνθήκη της Νίκαιας ούτε με τη Συνθήκη της Λισαβόνας. Θεωρείται εξωπραγματικό, ανελαστικό και ανεφάρμοστο από τη συντριπτική πλειονότητα των χωρών-μελών της Ευρωζώνης και της Ε.Ε., και η μέχρι στιγμής αποδοχή του έχει γίνει στη βάση της προσδοκίας ότι αποτελεί την προϋπόθεση της πλήρους και ανεπιφύλακτης συμμετοχής του Βερολίνου στην πλήρη θωράκιση της Ευρωζώνης, δηλαδή την αύξηση του πλαφόν του Μόνιμου Μηχανισμού ESM και την έκδοση μετά από μερικούς μήνες ευρω-ομολόγου.

Η Ιρλανδία έχει προσφύγει από τα τέλη του 2010 στον Προσωρινό Μηχανισμό EFSF και θεωρείται υπόδειγμα προσαρμογής σε αντίστιξη όχι μόνον με την Ελλάδα αλλά και την Πορτογαλία. Σε καμιά περίπτωση, όμως, δεν μπορεί, αν απορρίψει το Δημοσιονομικό Σύμφώνο στο δημοψήφισμα, να υποκαταστήσει εδώ και τώρα την απώλεια της στήριξης του Μόνιμου Μηχανισμού ESM επιστρέφοντας στις αγορές. Ομως, οι μέχρι στιγμής θετικές αποτιμήσεις της προσαρμογής της χώρας δεν επιτρέπουν να στηθεί σκηνικό με κεντρικό δίλημμα «ναι» ή «χρεοκοπία».

Επιπλέον, σε αντίθεση με τις Συνθήκες της Νίκαιας και της Λισαβόνας αλλά και της Συνταγματικής Συνθήκης, το Δημοσιονομικό Σύμφωνο δεν χρειάζεται ομοφωνία έγκρισης, καθώς αρκεί η επικύρωσή του από δώδεκα χώρες-μέλη.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, το δημοψήφισμα στην Ιρλανδία προσδιορίζεται χρονικά σε μία εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο, καθώς θα συμπέσει με την προεδρική εκλογή και τις βουλευτικές εκλογές στη Γαλλία και την αναζήτηση νέων γαλλογερμανικών ισορροπιών στην περίπτωση ήττας του Σαρκοζί.

Εάν συνεχισθεί η σημερινή δυστοκία του Βερολίνου ως προς την εξισορρόπηση του Δημοσιονομικού Συμφώνου με κινήσεις θωράκισης αλλά και στήριξης της ανάπτυξης στην Ευρωζώνη, τότε το δημοψήφισμα στην Ιρλανδία είναι πολύ πιθανόν να γίνει ο καταλύτης για μία γενικευμένη αντιπαράθεση της πλειονότητας των χωρών της Ευρωζώνης με την κυβέρνηση Μέρκελ.

Η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος στην Ιρλανδία ανακοινώθηκε μία μέρα μετά την έγκριση του νέου πακέτου βοήθειας για την Ελλάδα από την Μπούντεσταγκ, όπου διαπιστώθηκε ότι η κοινοβουλευτική πλειοψηφία του κυβερνητικού συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών – Φιλελευθέρων δεν μπορεί να στηρίξει τις ευρωπαϊκές επιλογές της καγκελαρίου, καθώς η σχετική έγκριση έγινε δυνατή χάρη στις ψήφους των Σοσιαλδημοκρατών και των Πρασίνων.

Είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι με τα σημερινά δεδομένα βαδίζουμε σε ένα ντόμινο με άγνωστη κατάληξη: Δημοψήφισμα στην Ιρλανδία, πίεση για πρωτοβουλίες του Βερολίνου που να νομιμοποιούν την υιοθέτηση του Δημοσιονομικού Συμφώνου, περαιτέρω αποδυνάμωση και αποσάθρωση του υπό την Μέρκελ κυβερνητικού συνασπισμού, μία δυναμική εξελίξεων που θα ξετυλιχθεί ανεξάρτητα από την τελική ετυμηγορία των Ιρλανδών ψηφοφόρων.